- ερυθροκύτταρο
- τοτο ερυθρό αιμοσφαίριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθροβλάστη — η βιολ. μη ώριμο κύτταρο τής ερυθράς σειράς που φυσιολογικά βρίσκεται στον μυελό τών οστών ενώ στο αίμα εμφανίζεται σε περίπτωση βαριάς αναιμίας (συνών. εμπύρηνο ερυθροκύτταρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erythroblast)] … Dictionary of Greek
ερυθρόκυτο — το το ερυθροκύτταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + κύτος «κοιλότητα, κοίλωμα»] … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… … Dictionary of Greek
πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… … Dictionary of Greek